Η κλίση του Παν. Χιώτη προς τα γράμματα προκάλεσε την προσοχή του πρώτου Μητροπολίτη Ζακύνθου Γαβριήλ Γαρζώνη, ο οποίος τον βοήθησε. Ο Χιώτης μαθήτευσε κοντά στον Ηπειρώτη δάσκαλο Χριστόφορο Φιλητά (1787-1872). Το 1836 ίδρυσε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, όπου δίδασκε ελληνικά, ιταλικά, ιστορία, και άλλα εγκύκλια μαθήματα. Παράλληλα με τη διδασκαλία συνέχισε την έρευνά του σε αρχεία της Επτανήσου και του εξωτερικού και εξέδωσε διάφορες μελέτες με κυριότερες τα Ιστορικά Απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, η έκδοση των οποίων ξεκίνησε το 1849 και συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Χιώτη, από τον άλλο ιστοριοδίφη Λ. Χ. Ζώη. Εκτός από τα Απομνημονεύματα, άλλο σημαντικό έργο του είναι και η έκδοση της Ιστορίας του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι Ενώσεως (Έτη 1815-1864), το 1874, και το 1877 τόμος Β΄ περιέχων τα από Αρμοστείας Άδαμ 1824 έως της Ενώσεως 1864. Ως αναγνώριση του έργου του διορίστηκε Ελληνοδιδάσκαλος από την Ελληνική Κυβέρνηση (1866), ενώ του είχε απονεμηθεί και ο τίτλος του ιστοριογράφου του Ιονίου Κράτους. Το 1869 του απονεμήθηκε ο «Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος» και το 1889 ο «Χρυσούς Σταυρός του Σωτήρος». Η προσφορά του στα γράμματα και τον πολιτισμό συνεχίστηκε και από τη θέση του Επόπτη (Εφόρου) στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, όπου εργάστηκε αμισθί και δώρισε και δικά του βιβλία. Ως παράρτημά της ίδρυσε και Μουσείο με ποικίλο περιεχόμενο (πίνακες, κώδικες, γλυπτά, αγγεία, νομίσματα κ.ά.). Έγραφε στα σημαντικότερα ζακυνθινά περιοδικά, φιλολογικού, κοινωνικού, ιστορικού και λογοτεχνικού κυρίως περιεχομένου, της εποχής του:Φιλολογική Εφημερίς της νεολαίας, Ιπποκρήνη, Καλλιόπη, Αγανίππη, Ζακύνθιος Ανθών, Κόριννα, Κυψέλη, Αι Μούσαι», ενώ συνεργάστηκε στενά και με την βραχύβια περιοδική έκδοση Επιθεώρησις, που κυκλοφόρησε στη Ζάκυνθο. Όπως αναφέρει και ο Γ. Ν. Μοσχόπουλος «οι πνευματικές του ικανότητες, η παιδεία του και οι όποιες μεθοδολογικές δυνατότητές του πρέπει να νοηθούν ως συνέπεια μιας μακρόχρονης αυτοδιδακτικής διαδικασίας σε τοπικές (ζακυνθινές ή ευρύτερα επτανησιακές) βιβλιοθήκες, αλλά και στα πνευματικά ιδρύματα της Δύσης, όπου αναζήτησε ο Χιώτης την ευρύτερη μόρφωση.», ενώ για τον Σπύρο Καββαδία ο Χιώτης κάνει μια τομή στην επτανησιακή ιστοριογραφία, καθώς γράφει τις μελέτες του μόνο στα ελληνικά, ως απόδειξη του ότι οι Επτανήσιοι είναι γνήσιοι Έλληνες.